Στο Χριστό στο κάστρο

Ανάβαση Σκοτεινή 2012
09/04/2012
Εξόρμηση δυτική Φωκίδα 2012
23/04/2012

Ρένα Ραψομανίκη

Συγγνώμη Παπαδιαμάντη.
Τίποτα δεν κάναμε όπως οι ταξιδιώτες εκείνοι.
Δεν ήταν λάθος, έτσι το αποφασίσαμε.
Διαλέξαμε την δύσκολη διαδρομή από επιλογή, όχι από ανάγκη.
Δεν πήραμε βάρκα μα ούτε και αυτοκίνητο. Εφτά ώρες θα πεζοπορούσαμε από τη Χώρα μέχρι το κάστρο. « Γνωριμία με τα παλιά μονοπάτια της Σκιάθου», έλεγε το πρόγραμμά μας.
Δεν ήταν παραμονή Χριστουγέννων, μα μεσοκαλόκαιρο – μια από κείνες τις ατέλειωτες μέρες του ηλιοστάσιου, που λες κι ο ήλιος κουράστηκε, ξεχάστηκε κι έχασε το δρόμο προς την δύση.
Δεν είχαμε ν’ αντιπαλέψουμε με τον χιονιά, δεν λυσσομανούσε ο αέρας. Οι ακτίνες του ήλιου ήταν ο αντίπαλος. Κατακούτελα μας χτυπούσαν, βγάζοντας την γλώσσα στον εξοπλισμό μας.
Δεν είχαμε ντυθεί με γούνες και σάλια, μάλλινες καμιζόλες και νιτσεράδες. Φορούσαμε καπέλα της ερήμου και μακρυμάνικα πουκάμισα, μαντήλια δεμένα στον λαιμό ή το μέτωπο, για τον ιδρώτα, και αντηλιακές κρέμες.
Τα σακίδιά μας δεν ήταν παραφουσκωμένα με λειτουργιές και αυγά, ελιές και κρέας σαλάδο. Κουβαλούσαμε ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα φρούτα για τον δρόμο.
Δεν μεταφέραμε κρασί και ρακή μέσα σε φλάσκες. Τα παγούρια μας ήταν γεμάτα δροσερό νερό.
Μα πάνω απ’ όλα δεν είμαστε ευλαβείς προσκυνητές ούτε αλτρουιστές διασώστες. Φυσιολάτρες οδοιπόροι είμαστε – ίσως, για κάποιους από μας, στο πίσω μέρος του μυαλού υπέβοσκε η ιδέα ενός πνευματικού προσκυνήματος στα μέρη που είχαμε γνωρίσει μέσα από τις σελίδες ενός διηγήματος.

Τυχεροί οι τόποι που στοίχειωσε η τέχνη!
Με μιας μεταμορφώθηκαν σε μέρη του ονείρου που αποτυπώθηκαν ως εικόνες στο νου – κάθε αποδέκτης και μια διαφορετική εκδοχή. Κι όταν φτάνει η μαγική στιγμή που η φαντασία συναντιέται με την πραγματικότητα, εκρήξεις πυροτεχνημάτων λούζουν το τοπίο δίνοντάς του εξωπραγματική διάσταση.
Η Σκιάθος έγινε το σκηνικό μέσα στο οποίο διαδραματίσθηκαν οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη και αυτόματα κάθε εκκλησάκι, κάθε ακρογιαλιά, κάθε σπηλιά απόκτησε ξεχωριστή συναισθηματική φόρτιση. Όποιος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται παρακολουθώντας την έκβαση της αντιδικίας μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης για το ποια θα τιμωρήσει την φόνισσα, πώς θα μπορούσε να σταθεί αδιάφορος μπροστά στον γκρεμό του αγίου Σώζοντος; Αυτός, πια, δεν είναι ένας γκρεμός, είναι η προσωποποίηση της ανατριχίλας!
Τι θα ήταν η Σκιάθος χωρίς τον Παπαδιαμάντη; Ό,τι θα ήταν η Αγία Πετρούπολη χωρίς τον Ντοστογιέφσκι. Τι θα ήταν η Νέα Υόρκη αν δεν είχε μπει στα πλάνα του Γούντι Άλεν; Ό,τι θα ήταν η Αρλ αν δεν την είχε ζωγραφίσει η θεϊκή τρέλα του Βαν Γκογκ.

Αρχηγός και εμψυχωτής μας δεν ήταν ο παπά – Φραγκούλης, μα ένας Γερμανός, ο Όρτζβιν.
– Όνομα γλωσσοδέτης, μονολόγησα όταν μας συστήθηκε.
– Δυσκολεύει και τους Γερμανούς, απάντησε σε άψογα ελληνικά με γερμανική προφορά, είναι βλέπεις Σκανδιναβικό.
Ο Όρτζβιν επισκέφθηκε την Σκιάθο δεκατέσσερα χρόνια πριν. Την ερωτεύτηκε, πούλησε τα υπάρχοντα του και εγκαταστάθηκε στο νησί. Φυσικά και δεν θα έμενε άπραγος. Ονειρεύτηκε ν’ ανοίξει τα παλιά μονοπάτια του νησιού που, έχοντας μείνει μισόν αιώνα αχρησιμοποίητα, είχαν γίνει ρουμάνια. Μόνο κάποιοι γέροι Σκιαθίτες είχαν διατηρήσει μνήμες από το πυκνό δίκτυο που διέσχιζε κάποτε το νησί. Χρειάστηκε να ξελογγιάσει, με προσωπική δουλειά και δαπάνη. Η γερμανική μεθοδικότητα τον βοήθησε να ξεπεράσει τις ελληνικές αντιξοότητες. Είμαστε συνηθισμένοι να περπατάμε σε μονοπάτια. Εδώ, ωστόσο, εντυπωσιαστήκαμε! Ξεκάθαρη σηματοδότηση. Καθαρότητα στη διάνοιξη. Υποβοηθητικές παρεμβάσεις αρμονικά δεμένες με το περιβάλλον! Με μάτια δεμένα θα μπορούσες να τ’ ακολουθήσεις.
Τελικά και η πεζοπορία θέλει τον Γερμανό της!
Το ξεκίνημα ήταν για τις εφτά το πρωί. Εμείς είχαμε στο νου το ακαδημαϊκό τέταρτο – τουλάχιστον – μα ο Όρτζβιν επέμενε να ξεκινήσουμε το γρηγορότερο, να προλάβουμε να μπούμε στο δάσος πριν πιάσει η πολλή ζέστη. Δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία. Είκοσι Ιουνίου: στις εφτά ο ήλιος είναι ήδη ψηλά.
Μετρηθήκαμε. Βρεθήκαμε δεκάξι, όπως ακριβώς κι εκείνοι.

Τι μανία κι αυτή, να βλέπω παντού οιωνούς!

Το ανηφορικό μονοπάτι είχε την τυπική χλωρίδα του Πηλίου. Κουμαριές και σκίνα, πυξάρια και πουρνάρια, δάφνες και μυρτιές, χαρουπιές και αγριελιές, κουτσουπιές και αγριοφυστικιές, ρείκια και φρύγανα. Α, αυτή η ατέλειωτη ποικιλία της μεσογειακής βλάστησης!
Μυρωδιές εξαίσιες ελευθερώνονταν καθώς, αλιφασκιές και ανθισμένη ρίγανη, άγρια μέντα και θυμάρι, θρούμπι και μυρτιές συνθλίβονταν κάτω από τις μπότες μας.
Η ελληνική φύση σε μεγάλη έμπνευση!
Συναντήσαμε το πρώτο εκκλησάκι.
Η διαδικασία μύησης είχε αρχίσει.
Ύστερα μπήκαμε στο δάσος.
Δύσκολο να πιστέψεις ότι θα συναντήσεις, σε νησί, πλατανόδασος τόσο ζωντανό, τόσο φρέσκο, τόσο δροσερό, τόσο εκτεταμένο.
Τα αιωνόβια πλατάνια, όλο καμάρι για τα φρέσκα φύλλα τους, σχημάτιζαν μια προστατευτική ασπίδα που εμπόδιζε τις πυρωμένες ακτίνες να φτάνουν ως εμάς, χαρίζοντάς μας ανάσες δροσιάς.
Βγάλαμε τα καπέλα. Θα μας ήταν άχρηστα για πολλή ώρα.
Το ρέμα κυλούσε δίπλα, τεμπέλικα, χωρίς ορμή.
Περάσαμε από τα ερείπια του παλιού ελαιοτριβείου.
Σταματήσαμε στην πηγή.
Ξαναβγήκαμε στο γυμνό.
Πατήσαμε στη μαλακωσιά της χλόης του λιβαδιού.
Κάναμε μικρή παράκαμψη για ν’ ανεβούμε στον Μύτικα, την πιο ψηλή κορυφή του νησιού. Από δω βλέπαμε τις ακρογιαλιές και τα χωριά του Πηλίου απέναντι, την Εύβοια πίσω, την Σκόπελο δίπλα, την Αλόννησο παραδίπλα, τις βραχονησίδες ολοτρόγυρα. Η θάλασσα ανάμεσα στραφτάλιζε. Ένας ζωντανός γεωφυσικός χάρτης σε κλίμακα ένα προς ένα.
Από κει και πέρα μπήκαμε στην «τελική ευθεία» για το κάστρο.
Ο βράχος εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μας απαράλλαχτος όπως τον είχαμε φανταστεί από τις λεπτομερείς περιγραφές του Παπαδιαμάντη – «γροθιά της ξηράς προς την θάλασσα». Τι είναι 150 χρόνια για ένα βράχο!
Φτάσαμε στον πλακόστρωτο δρόμο.
Κοιτάξαμε τα δύο μονοπάτια που ανοίγονταν μπροστά μας, το ένα ανηφορικό με ψηλά ασβεστωμένα σκαλοπάτια οδηγούσε στην καστρόπορτα, το άλλο κατηφορικό, χωμάτινο, κατέβαινε στον μικρό γιαλό. Το δίλημμα του Ηρακλή. Ρίξαμε μια ματιά στον ήλιο που μεσουρανούσε, μετρήσαμε τις δυνάμεις μας, βάλαμε μια στρώση ακόμα αντηλιακό. Η θάλασσα μπορούσε να περιμένει.
Φτάνοντας στη σιδερένια πύλη δεν αντήχησε « ο τριγμός των εσκουριασμένων στροφέων», έχουν άλλωστε από χρόνια πάψει να λειτουργούν.
Δεν ήταν μεσάνυχτα, αλλά καταμεσήμερο.
Δεν ήμαστε «μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσα και λευκοί από το χιόνι». Είμαστε κατακόκκινοι, λαχανιασμένοι, κατάκοποι, κάθιδροι.
Δεν αλλάξαμε τα βρεγμένα από την θάλασσα και το χιόνι ρούχα με άλλα ζεστά, αντικαταστήσαμε όμως τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μπλουζάκια με άλλα στεγνά.
Δεν ήλθε κανείς να μας προϋπαντήσει, δεν υπήρχαν βοσκοί με το κοπάδι τους, ούτε τυχεροί απεγκλωβισμένοι. Φθάνοντας όμως στον σκιερό περίβολο του ναού, μας πήρε μια ξεχωριστή μυρωδιά. Δεν είμαστε μόνοι. Οι επισκέπτες είχαν έλθει για ολοήμερη εκδρομή, με το αυτοκίνητο, άναψαν φωτιά δίπλα στη βρύση και έβραζαν κρίταμα που είχαν μόλις πριν λίγο μαζέψει από την παραλία. Καθίσαμε μαζί τους στα ξύλινα παγκάκια να ξαποστάσουμε. Δοκιμάσαμε τα ποτισμένα από τη θαλασσινή αλμύρα χορταρικά που μας πρόσφεραν, ανταλλάξαμε εντυπώσεις για το νησί και τραβήξαμε για την εκκλησία.
Κατεβαίνοντας τα τρία ασβεστωμένα σκαλάκια της εισόδου, παρασύρθηκα από τη συγκίνηση.

Δεν είναι μόνο το ταξίδι, Αλεξανδρινέ, είναι και η κατάκτηση του στόχου ευτυχία μεγάλη.

Στα χείλη μου, ασυναίσθητα, σχηματίστηκε ο ψαλμός του παπά – Φραγκούλη: «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου…».
Μέσα στο κατανυκτικό ημίφως του ναού βρήκαμε δροσιά εκεί που εκείνοι είχαν βρει θαλπωρή.
Οι “περικαλλείς βυζαντινές εικόνες” βρίσκονται πια στο μουσείο, οι τοιχογραφίες – στα μη σοβαντισμένα κομμάτια – προσπαθούν να ξεγελάσουν τον χρόνο, όμως το ξυλόγλυπτο τέμπλο ήταν αναλλοίωτο όπως και ο μεγάλος κυκλικός ορειχάλκινος πολυέλαιος. Η εικόνα έδενε με την περιγραφή, τα λιγοστά παράθυρα άφηναν ελάχιστο φως να περάσει δημιουργώντας μια μυστικιστική ατμόσφαιρα που γεφύρωνε τις εποχές τόσο που, στο μισοσκόταδο, μού φάνηκε πως άκουγα τις έρρινες και μονότονες ψαλμωδίες του κυρ- Αλεξανδρή να με νανουρίζουν και… λίγο η υποβολή, λίγο η κούραση έγειρα το κεφάλι στο στασίδι για δυο λεπτά. Αρκετά όμως για να δω τον γέρο ιεροψάλτη να σείει με ενθουσιασμό, κρατώντας μακρύ καλάμι, τον πολυέλαιο της οροφής, με τις λαμπάδες αναμμένες, πανηγυρίζοντας την γέννηση του Χριστού. Νηφάλια πια, είδα κάποιον από την ομάδα να κάνει την ίδια κίνηση αναπαριστώντας την σκηνή όπως την είχε δει στα μοναστήρια τ’ Άγιου Όρους.
Ο χώρος είχε εκείνη τη μοναδική ιερότητα που κάνει την προσευχή αυθόρμητη διαδικασία.

Χριστέ μου, κάνε να έχω αύριο ό,τι έχω σήμερα.

Η προσευχή του τυχερού. Που έχει κατακτήσει ό,τι έχει επιθυμήσει.
Η προσευχή του φιλοσοφημένου. Που δεν έχει πέσει στην παγίδα της απληστίας.

Πήραμε τρέχοντας το κατηφορικό μονοπάτι για τον μικρό κόλπο.
Ποιος θα φτάσει πρώτος;
Η θάλασσα ήταν στην καλή και την γλυκιά της ώρα.
Την θέλαμε σαν κολασμένοι.
Η αγκαλιά της ήταν σμαραγδένια και καθώς χωθήκαμε μέσα, ξύπνησαν μνήμες από την μακάρια ενδομήτρια ηλικία.
Η κρυστάλλινη υφή του νερού, ζωογονούσε τα κουρασμένα μέλη, τα τόνωνε, τα ζωντάνευε. Το κολύμπι ενεργοποιούσε μυς που δεν είχαν κινηθεί στην πορεία κι έτσι το σύνολο του κορμιού αποκτούσε εκείνη την ισορροπία, που μας έκανε να σκεφτούμε βγαίνοντας: δώστε μας – τώρα – ένα βουνό να το ανεβούμε τρέχοντας.
Αντί γι αυτό ριχτήκαμε σε βουνά τηγανητού γαύρου που σερβίριζαν στο παραθαλάσσιο ταβερνάκι.

«Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν»

Ο Όρτζβιν έβγαλε την φυσαρμόνικα και οι νότες άρχισαν να στροβιλίζονται απαλά πάνω από τα τραπέζια μας, επιτείνοντας την μεθυστική ζάλη που ήδη είχε προκαλέσει το άσπρο κρασάκι.
Κι ύστερα μπήκαμε στο τουριστικό καραβάκι που μας περίμενε και, «πλέοντες δια της βορειοανατολικής οδού, ως συντομοτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, φθάσαμε αισίως εις την πολίχνην».
Ακριβώς όπως και εκείνοι.

Περισσότερες φωτογραφίες

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο blog «Γιούλια Ολόμπλαβα» της Ρένας Ραψομανίκη, μέλους του συλλόγου μας, και αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος 214 του περιοδικού Κορφές του ΕΟΣ Αχαρνών.)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *