Τα ύδατα της Στυγός στη Μυθολογία
14/12/2011Ερέτρια. Το νερό στη ζωή μιας αρχαίας πόλης
14/12/2011Ματούλα Αναστασίου
Γ. Σεφέρης “Μέρες”
Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ και το μεγαλείο αποτελούν τη συνοπτικότερη ίσως περιγραφή των χαρακτηριστικών των μνημείων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Και το θέατρο αποτελεί το μνημείο εκείνο στο οποίο τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνδυάζονται με τον καλύτερο τρόπο. Η αλήθεια αυτή δεν οφείλεται μόνο στην απλότητα της μορφής του, σε σύγκριση με άλλα, αναγκαστικά ίσως συνθετότερα μνημεία. Οφείλεται περισσότερο στην απλότητα της λειτουργίας του. Οφείλεται στο διαχρονικό χαρακτήρα αυτής της λειτουργίας που επιτρέπει την αξιοποίηση τους χιλιάδες χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Οφείλεται τέλος στην αντοχή της άποψης των δημιουργών τους, που αντεπεξέρχεται στις σύγχρονες απαιτήσεις τόσο της χρήσης των ίδιων των μνημείων σήμερα όσο και του σχεδιασμού νέων. Και η αντοχή αυτή αναδεικνύει το μεγαλείο. Γι’ αυτό η ανανέωση της γνωριμίας μας με το αρχαίο θέατρο, σαν θεατές, σαν επισκέπτες, σαν επιστήμονες, σαν σχεδιαστές νέων θεάτρων, είναι αναγκαία και πρέπει να είναι συνεχής.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ των αρχαίων ελληνικών θεάτρων εξελίσσεται ανάλογα με τα τεχνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δεδομένα των διαφόρων περιόδων. Το θέατρο εξαπλώνεται σε όλη την έκταση του αρχαίου ελληνισμού, από τις αποικίες της δύσης έως τις ανατολικότερες κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου ή των διαδόχων. Οι μεγάλες Βαθμίδες σε δύο κάθετες διευθύνσεις στο ΒΑ τμήμα της Κνωσού (18ου – 17ου πΧ) και μνημειώδης ανάλογη κατασκευή βαθμίδων στη Φαιστό (20ος, 17ος π.Χ.), έχουν χαρακτήρα θέσεων παρακολούθησης τελετουργιών και θεαμάτων, φανερώνουν μία πρώιμη θεατρική διαμόρφωση. Οι χοροί και οι διθύραμβοι αποτέλεσαν τα πρώτα στοιχεία της ανάπτυξης του. Από τη γέννηση του συσχετιζόταν με τη λατρεία του Διονύσου. Επί Πεισίστρατου έχουμε την πρώτη καταγραμμένη εκτέλεση του Θέσπιδος. Στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων του 534 π.Χ. ένας ηθοποιός με βαμμένο πρόσωπο έκανε διάλογο με το χορό. Διθύραμβοι και δράματα εκτελούνται απέναντι από το άγαλμα του Διονύσου στο Διονυσιακό, ως εκδήλωση λατρείας μάλλον παρά ως παράσταση για θεατές. Τον απλό χώρο καλής οπτικής και ακουστικής, το χωμάτινο κοίλο με κυκλική ορχήστρα, όπου ο χορός εκτελούσε τα δρώμενα γύρω από το βωμό, ακολούθησε η τοποθέτηση ξύλινων και μετέπειτα στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους λίθινων εδωλίων. Η λίθινη κατασκευή του ολοκληρώνεται τον 4ο π.Χ. αιώνα. Οι διαστάσεις μεγάλωναν από την κλασική έως τη ρωμαϊκή περίοδο. Οι πρώτες παραστάσεις στην Αγορά της Αθήνας δίνονταν με κατασκευή ικριωμάτων. Σταδιακά το θέατρο αποκτά την μορφή του, συντιθέμενο από τρία διακριτά μέρη, το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή. Η αναζήτηση χώρων καλής ακουστικής οδήγησε σε πλαγιές λόφων.
Το ΚΟΙΛΟ προορίζεται για το κοινό. Συχνά έχει μεγάλη χωρητικότητα (ως 25.000 θέσεις). Διαμορφώνεται συνήθως με τμήμα κόλουρου κώνου που υπερβαίνει το ημικύκλιο.
Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ κατασκευάζεται πλήρης κύκλος. Το κυκλικό σχήμα κατάγεται από το χορό και τους διθυράμβους (ορχούμαι = χορεύω), που έχουν περιγραφεί ως κύκλιοι χοροί, σε αντίθεση με την τραγωδία, την σάτιρα και την κωμωδία, όπου η κίνηση είναι γραμμική και χαρακτηρίζονται ως ορθογώνιοι χοροί.
Η ΣΚΗΝΗ είναι χαμηλό ορθογώνιο κτίριο, ανεξάρτητο, στο πίσω μέρος της ορχήστρας. Η ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ποιότητα των αρχαίων ελληνικών θεάτρων είναι τόσο γνωστή όσο και αξιοθαύμαστη, με αποτέλεσμα να παίρνει χαρακτήρα μυστικισμού. Στην πραγματικότητα για πολλά στοιχεία της ακουστικής αυτής έχουμε συγκεκριμένες απαντήσεις. Αυτές δεν θα πρέπει να τις δούμε σαν απομυθοποίηση. Γιατί δεν είναι πλήρεις, δεν απαντούν σε όλα τα ζητήματα. Αλλά κυρίως γιατί η επιτυχία των θεάτρων αυτών οφείλεται όχι μόνο στην ακουστική αλλά και στη μορφή και τη λειτουργία τους.
Παράλληλα η κυκλική διάταξη υποχρεώνει σε μια συγκέντρωση όλου του θεάτρου στα δρώμενα, στοιχείο ζωτικό για τον θεατρικό χώρο, για το σχεδιασμό του και για την μεταφορά των θεατών από τον πραγματικό στο θεατρικό χώρο. Καμιά άλλη μορφή χώρου δεν δημιουργεί τέτοια αίσθηση συγκέντρωσης της προσοχής όλων στην παράσταση. Καμιά άλλη μορφή δεν δημιουργεί τέτοια αίσθηση συμμετοχής στη μεγάλη ομάδα των θεατών. Γι’ αυτό και παρά τα φτωχά συνήθως τεχνικά μέσα, σε σύγκριση με ένα πλήρες σύγχρονο θέατρο, το αίσθημα της μέθεξης είναι πανίσχυρο. Είναι στο χέρι του σκηνοθέτη να μας μεταφέρει ακόμη και σήμερα, πίσω στο χρόνο. Το θέατρο παρέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία. Το θέατρο συναιρούσε όλες τις εμπειρίες που σήμερα προσφέρουν, όχι μόνο τα ακραιφνώς καλλιτεχνικά προϊόντα, αλλά και η εκπαίδευση, η εκκλησία, οι ποικίλες πνευματικές εκδηλώσεις, το βιβλίο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – επρόκειτο για μοναδική και πολύμορφη πηγή παιδείας.
Βάσει των στοιχείων που συνέλεξαν οι αρχιτέκτονες Κ. Μπολέτης και Μ. Πιτένης έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα 134 θέατρα. Τα αντιπροσωπευτικότερα οπό τα σωζόμενα ελληνικά θέατρα είναι το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα, το θέατρο της Επιδαύρου, το θέατρο της Ερέτριας, το θέατρο των Δελφών, το θέατρο των Φιλίππων, το θέατρο της Δωδώνης κλπ.
Πολλά μπορεί κανείς να αποκομίσει και όχι μόνον ιστορική γνώση από τη μελέτη των μνημείων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ιδιαίτερα στα θέατρα, η προσέγγιση με τα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία συμπληρώνεται από την εμπειρία της συμμετοχής στη ζωντανή λειτουργία του μνημείου, κάτι που δεν είναι δυνατό σε άλλα μνημεία. Στον πρώτο αιώνα της σύγχρονης ζωής της, τον 20ο, η επιστήμη της ακουστικής απέσπασε πολλά στοιχεία από το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Παρά τη φθορά των αιώνων, οι διατεταγμένες αυτές πέτρες που αποτελούν το αρχαίο ελληνικό θέατρο έχουν κι άλλα να μας πουν. Οι σιωπηλοί αυτοί μάρτυρες του παρελθόντος, δεν έχουν ακόμη πει την τελευταία τους λέξη. Ας τα γνωρίσουμε καλύτερα, ας ακούσουμε το μήνυμα τους και κυρίως ας προσδώσουμε το σεβασμό που απαιτεί το μεγαλείο τους.
Το πολιτιστικό τμήμα του Ε.Ο.Σ. Χαλκίδας τα τελευταίο τρία χρόνια επισκέπτεται κάθε καλοκαίρι το θέατρο Σέττας και παρακολουθεί παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών.
Το θέατρο Σέττας, έργο ζωής του αείμνηστου ηθοποιού Νίκου Παπακωνσταντίνου, (εγκαινιάστηκε στις 15 Οκτω8ρίου 1989) είναι μικρογραφία του θεάτρου της Επιδαύρου.
Βιβλιογραφία:
- Η Αρχιτεκτονική του αρχαίου ελληνικού θεάτρου/, Αναστασίου Πορτελάνου.
- Η ακουστική του αρχαίου θεάτρου, Εμμανουήλ Γ. Τζεκάκη.
(Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ορειβασία, τεύχος 35, Ιαν. 2000» που εξέδωσε ο Ορειβατικός Σύλλογος Χαλκίδας).