Η περιοχή του Αρτεμίσιου κατά την αρχαιότητα ΙΙ
14/12/2011Τα ύδατα της Στυγός στη Μυθολογία
14/12/2011Στυλιανός Ε. Κατάκης Αρχαιολόγος, ΙΑ ΕΠΚΑ
Γεωγραφική θέση
ΗΡΟΔΟΤΟΥ Ίστορίαι, Ζ’ 175, 176: «πλέειν γης της Ίστιαιώτιδος επί Άρτεμίσιον. … Τούτο μεν το Άρτεμίσιον εκ του πελάγεος του θρηικίου εξ ευρέος συνάγεται ες στενόν εόντα τον πόρον τον μεταξύ νήσου τε Σκιάθου και ηπείρου Μαγνησίης.»
ΣΧΟΛΙΑ στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνους, στ.1571: «Άκρα εστίν Ευβοίας το Άρτεμίσιον»
Στο βορειότερο άκρο της Εύβοιας βρίσκεται το ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στο σημείο όπου το Αιγαίο συναντά τον δίαυλο των Ωρεών, απέναντι από το Πήλιο. Το όνομα του ακρωτηρίου προήλθε από το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, για το οποίο θα γίνει εκτενέστερα λόγος παρακάτω.
Η ευρύτερη περιοχή αποτελεί, σύμφωνα με την τελευταία διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, τον ΔΗΜΟ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ, στον οποίο υπήχθησαν οι τέως Κοινότητες Αγδινών, Αγριοβοτάνου, Αρτεμισίου, Ασμηνίου, Βασιλικών, Γερακιούς, Γουβών και Ελληνικών. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον ορεινό, καλυμμένο με δάση πεύκων. Μικρές, εύφορες πεδιάδες και κοιλάδες σχηματίζονται κυρίως προς τα παράλια: του Αρτεμισίου, των Γουβών, των Ελληνικών και των Βασιλικών.
Στην καίρια γεωγραφική θέση της περιοχής, που ελέγχει την είσοδο από την ανοικτή θάλασσα προς τον Παγασητικό, τον Μαλιακό και στη συνέχεια τον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο, προς τη Χαλκίδα και νοτιότερα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η σημαντική της ανάπτυξη κατά την Αρχαιότητα, την οποία θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε στη συνέχεια.
Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι στον ευρύτερο χώρο δεν έχουν γίνει ακόμη ουσιαστικές ανασκαφικές έρευνες. Οι πληροφορίες μας οφείλονται σε ορατά λείψανα και επιφανειακά ευρήματα, καθώς και σε παραδόσεις αρχαίων αντικειμένων. Οι λιγοστές φιλολογικές μαρτυρίες αναφέρονται μόνο στο ιερό της Αρτέμιδος, σε συσχετισμό πάντα με τη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων και Περσών που διεξήχθη στη θαλάσσια περιοχή του Αρτεμισίου το 480 π.Χ.
Το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας
ΗΡΟΔΟΤΟΥ Ίστορίαι, Ζ’ 176: «εκ δέ τού στενού της Εύβοίης ήδη τό Άρτεμίσων δέκεται αίγιαλός, εν δέ Άρτέμιδος ίρόν».
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής, VIII: «’Έστι δέ της Εύβοίας τό Άρτεμίσων ύπέρ τήν ‘Εστιαίαν αίγιαλός είς βορέαν άναπεπταμένος, … ‘Έχει δέ ναόν ού μέγαν Άρτέμιδος επίκλησιν Προσηώας, καί δένδρα περί αύτώ πέφυκε καί στήλαι κύκλω λίθου λευκού πεπήγασιν’ ό δέ λίθος τη χειρί τριβόμενος καί χρόαν καί όσμήν κροκίζουσαν άναδίδωσιν. ‘Εν μιά δέ τών στηλών ελεγείον ήν τόδε γεγραμμένον’ …… δείκνυται δε της άκτης τόπος εν πoλλήί τή πέριξ θινί κόνιν τεφρώδη και μέλαιναν εκ βάθους άναδιδούς, ώσπερ πυρίκαυστον, εν ώ τά ναυάγια καί νεκρούς καύσαι δοκούσι.»
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Περί της Ήροδότου κακοηθείας, 34: «τό τρόπαιον … καί τάς επιγραφάς, ας έθεντο παρά τή Άρτέμιδι τή Προσηώα, …»
Σύμφωνα λοιπόν με τους αρχαίους συγγραφείς, το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας βρισκόταν κοντά στην παραλία, όπου ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου το 480 π.χ., και έβλεπε προς Βορρά. Στο ιερό υπήρχε ένας όχι μεγάλος ναός της θεάς μέσα σε δένδρα, καθώς και λίθινες στήλες στημένες σε κύκλο. Μία από αυτές ήταν το τρόπαιο που στήθηκε μετά τη ναυμαχία.
Η εύρεση τον περασμένο αιώνα της επιγραφής που αναφέρεται στο ιερό στον λόφο του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί, αμέσως Ν του δρόμου που από την Ιστιαία οδηγεί στα χωριά του Αρτεμισίου και ακολούθως προς τη Χαλκίδα, οδήγησε τον γερμανό αρχαιολόγο G. Lolling στη διενέργεια ανασκαφική ς έρευνας το 1883, διάρκειας μόλις 7 ημερών, με σημαντικά αποτελέσματα.
Κατά τη σύντομη αυτή ανασκαφή αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια μεγάλου κτίσματος των ύστερων ρωμαϊκών ή πρώιμων βυζαντινών χρόνων, μήκους 30 και πλάτους 13 μ., το οποίο κατελάμβανε όλη την κορυφή του λόφου. Από τον αρχαίο ναό βρέθηκαν λίγα αρχιτεκτονικά μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται τμήμα επιστυλίου. Από το μέλος αυτό ο Lolling, λαμβάνοντας υπόψη και τη μαρτυρία του Πλουτάρχου ότι ο ναός δεν ήταν μεγάλος, κατέληξε στην άποψη ότι ο ναός της Αρτέμιδος ήταν δωρικού ρυθμού, διαστάσεων περίπου 6,50 χ 13 μ., υποθέτοντας ότι ήταν δίστυλος εν παραστάσει (δηλαδή με δύο κίονες στην πρόσοψη ανάμεσα στις προεκτάσεις των μακρών τοίχων του σηκού). Η εικόνα του ιερού με τον μικρό ναό μέσα σε άλσος θα ήταν επομένως ανάλογη με αυτή της εικόνας που ακολουθεί. Βρέθηκαν ακόμη θραύσματα από την πήλινη σίμη του ναού, που έφερε γραπτή διακόσμηση, καθώς και αρκετά ακροκέραμα κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων.
Στο εσωτερικό του ναού θα βρισκόταν το άγαλμα της θεάς την ύπαρξη του βεβαιώνει η επιγραφή του Αρτεμισίου που φυλάσσεται σήμερα στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών (αρ. ευρ. 11549). Η επιγραφή χαράχθηκε στο β’ μισό του 2ου αι. ή στις αρχές του 10υ αι. π.χ., επί «ίεροθύτου Δημοκρίτου», και αναφέρει τα ονόματα αυτών που συνεισέφεραν για την «έπανόρθωσιν τού ίερού της Άρτέμιδος της Προσηώας καί κατασκευήν τού άγάλματος». Την εποχή λοιπόν αυτή έγιναν επισκευές στο ιερό και κατασκευάσθηκε το άγαλμα της Αρτέμιδος. Δεν είναι γνωστό αν το άγαλμα αυτό αντικατέστησε ένα παλαιότερο που είχε καταστραφεί, ή αν παλαιότερα δεν υπήρχε στο ιερό λατρευτικό άγαλμα της θεάς, όπως συνέβαινε σε πολλά ιερά κατά την αρχαιότητα. Ένα αντίγραφο της επιγραφής αυτής, της ίδιας εποχής, που φυλάσσεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Ωρεών (αρ. ευρ. 345), πιστεύεται ότι αρχικά θα είχε στηθεί στο πολιτικό κέντρο της περιοχής, στον Ωρεό, πιθανότατα στο ιερό του Διονύσου, όπως γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις δημοσίων ψηφισμάτων. Οι εισφορές κυμαίνονται από 10 έως 700 δραχμές, τα μεγαλύτερα μάλιστα ποσά έδωσαν οι 6 πρώτοι στον κατάλογο άνδρες που πιθανότατα ήταν οι γνωστοί από άλλες επιγραφές 6 άρχοντες του κράτους της Ιστιαίας. Συγκεντρώθηκαν συνολικά 8.125 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο, δεδομένου του μεγέθους του ιερού, που μαρτυρεί την ευρεία έκταση και πολυτέλεια ίσως των εργασιών.
Ιδιαίτερα σημαντική για τη λατρεία της θεάς είναι η δεύτερη επιγραφή που βρέθηκε στο ιερό: «… αι πυρρίχηι άθλω[ι ή ν] / [πα]ρθένον α[γρ]οτέραν», του 4ου ή του 3ου αι. π.χ. Η Άρτεμις καλείται αγροτέρα και προς τιμήν της γίνονταν αγώνες πυρρίχιου χορού. Ο πυρρίχιος συνδέει τη λατρεία της θεάς εδώ με αυτή της Αρτέμιδος Αμαρυσίας στην Αμάρυνθο, τη σπουδαιότερη στην Εύβοια, όπου ο πυρρίχιος ήταν μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις. Συγχρόνως, ο πυρρίχιος θεωρείται πολεμικός χορός και εκτελείται σε ανάμνηση νίκης στον πόλεμο, στη δε Αθήνα η λατρεία της Αρτέμιδος Αγροτέρας συσχετίσθηκε με τις νίκες στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα. Θεωρείται επομένως πολύ πιθανή η σύνδεση της λατρείας στο ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας με την ανάμνηση της ομώνυμης ναυμαχίας.
Πρόσφατα εξ άλλου, κατά τη μελέτη της επιγραφής μίας μικρής, ακέφαλης, ερμαϊκής στήλης, που βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή των Ωρεών (αρ. ευρ. 346), υποστηρίχθηκε ότι η στήλη αφιερώθηκε στην Αρτέμιδα και τοποθετήθηκε μάλιστα στην είσοδο του ιερού στο Πευκί από τον Κέφαλον υιό του Ηγεμόνος, στα μέσα του 50υ αι. π.χ., μετά από νίκη, μάλλον στον πυρρίχιον.
Ο Lolling αναφέρει ακόμη την εύρεση γλυπτών από λευκό μάρμαρο, όπως ένα θραύσμα ύψους 45 εκ. από τον κορμό ενδεδυμένου γυναικείου αγάλματος, περίπου φυσικού μεγέθους, μεγάλο τμήμα στήλης με ανάγλυφη παράσταση ενός γοργονείου, καθώς και τμήμα ανάγλυφης πλάκας, με πολύ φθαρμένη παράσταση δύο μορφών: μία γυναικεία ένθρονη μορφή, προς την οποία στρέφεται μία ικέτιδα. Το τελευταίο έργο ο Lolling ερμηνεύει ως αναθηματικό ανάγλυφο προς τιμήν της Αρτέμιδος, με την οποία ταυτίζει την ένθρονη μορφή.
Βρέθηκαν επίσης μαρμάρινες πλάκες, ιωνικές βάσεις πεσσών ή παραστάδων, γυάλινα αγγεία, ένα αργυρό ενώτιο, χάλκινα σκεύη, μεγάλοι πίθοι κλπ. Σημειώνεται εδώ ότι, εκτός από την επιγραφή του Αρτεμισίου, όλα τα άλλα ευρήματα θεωρούνται δυστυχώς χαμένα …
Η τελική καταστροφή του χώρου φαίνεται ότι επήλθε από φωτιά λίγο μετά το 569 μ.χ., όπως έδειξε η εύρεση ενός τεσσαρακοντανούμμιου του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ που κόπηκε τη χρονιά αυτή στο νομισματοκοπείο της Νικομήδειας. Όστρακα εφυαλωμένων αγγείων μαρτυρούν όμως κάποια δραστηριότητα στον χώρο και σε αρκετά μεταγενέστερα χρόνια.
Ο λόφος του Αγίου Γεωργίου στο Πευκί ταυτίσθηκε από εκείνα τα χρόνια με τον χώρο όπου βρισκόταν το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας. Με τον καιρό όμως, η ανασκαφή καλύφθηκε πάλι και ξεχάσθηκε. Το 1910 κτίσθηκε (ή ξανακτίσθηκε) το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το οποίο μάλιστα ανακαινίσθηκε το 1989, και εγκαταστάθηκε το νεκροταφείο του νεώτερου οικισμού του Πευκιού στον χώρο αυτό καταλαμβάνοντας το ανατολικό τμήμα του λόφου. Είναι αξιοσημείωτο ότι μόλις το έτος 2000, 117 χρόνια μετά την ανασκαφή του Lolling, ο Δήμος Αρτεμισίου απoφάσισε τη μεταφορά του νεκροταφείου, ανοίγοντας πλέον τον δρόμο για την αποκάλυψη και ανάδειξη των καταλοίπων ενός από τα σημαντικότερα αρχαία ιερά της βόρειας Εύβοιας του οποίου γνωρίζουμε επακριβώς τη θέση.
Η ναυμαχία του Αρτεμίσιου
Κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων, για πρώτη ουσιαστικά φορά οι στόλοι των Ελλήνων και των Περσών ήλθαν αντιμέτωποι στα στενά του Αρτεμισίου τον Αύγουστο του 480 π.χ. Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο (Iστoρίαι, Ζ’ 176-196, Η’ 1-23), το καλοκαίρι του έτους αυτού οι Έλληνες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν συνδυασμένα τον πολυάριθμο στρατό και στόλο του Ξέρξη στο στενό των Θερμοπυλών και στη θάλασσα του Αρτεμισίου.
Ο περσικός στόλος με 1207 πλοία έπλεε κατά μήκος των ακτών της Θεσσαλίας μέχρι τις ακτές του Πηλίου, όπου σε καταιγίδα χάθηκαν 400 πλοία. Το υπόλοιπο τμήμα αγκυροβόλησε στους Αφέτες, περιοχή που ταυτίζεται με τον σημερινό Πλατανιά της Μαγνησίας. Περίπου απέναντι, στην εκτεταμένη παραλία στο σημερινό Πευκί, μπροστά από το ιερό της Αρτέμιδος, ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος, από 271 πλοία. Μολονότι τα περισσότερα πλοία ήταν αθηναϊκά υπό τον Θεμιστοκλή, την αρχηγία του στόλου είχε ο σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης. Παράλληλα, οι Πέρσες έστειλαν 200 πλοία να περιπλεύσουν την Εύβοια και να κυκλώσουν τους Έλληνες, όμως σε καταιγίδα τα πλοία χάθηκαν στα κοίλα της Ευβοίας, περιοχή που ταυτίζεται με την ακτή ανάμεσα στην Κύμη και τον Kαφηρέα.
Οι δύο στόλοι ήλθαν αντιμέτωποι 3 φορές σε διάστημα 3 ημερών (βλ. σχέδιο), με αμφίρροπο αποτέλεσμα στο ναυτικό πεδίο, με ουσιαστική όμως νίκη των Ελλήνων στο πεδίο της στρατηγικής, καθώς ο ελληνικός στόλος επέτυχε τον σκοπό του: Ο περσικός στόλος δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο στρατό του Ξέρξη στις Θερμοπύλες, όπου έπρεπε να βρεθεί ένας Εφιάλτης για να νικηθούν οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα και οι 700 Θεσπιείς.
Όταν έφθασε η είδηση ότι οι Πέρσες διέβησαν τις Θερμοπύλες, οι Έλληνες κατάλαβαν ότι δεν είχε πλέον νόημα η παραμονή του στόλου στην περιοχή του Αρτεμισίου και χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκαν μέσω του Ευρίπου προς την Αττική. Όταν πληροφορήθηκαν τον απόπλου του ελληνικού στόλου, οι Πέρσες αποβιβάσθηκαν στη Βόρεια Εύβοια και τη λεηλάτησαν επί τρεις ημέρες.
Η ναυμαχία του Αρτεμισίου απέβη ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη των Περσικών Πολέμων, καθώς η εμπειρία και η γνώση του αντιπάλου που απέκτησαν οι Έλληνες ναυτικοί, όπως και οι σημαντικές απώλειες των Περσών συνετέλεσαν απο¬φασιστικά στην νικητήρια ναυμαχία της Σαλαμίνος τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Μετά τη λήξη του πολέμου οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο στο ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας, όπου αναγραφόταν το επίγραμμα που μας παραδίδει ο Πλούταρχος:
ναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων, σήματα ταύτ’ εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι.
Δηλαδή:
Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε σ’ αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν χάθηκε ο στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα σήματα (της νίκης τους) προς τιμήν της παρθένου Αρτέμιδος.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΙΑ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων, ΔΗΜΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΥ. ΑΘΗΝΑ 2001